καλοσύντυχος

καλοσύντυχος
καλοσύντυχος, -ον (Μ)
κοινωνικός, αυτός που κάνει καλή συντροφιά, ο καλός στις συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”